Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ


Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία πριν 1500 περίπου χρόνια, και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη ,κατανόηση και αλληλοβοήθεια.Κάποια μέρα όμως ένας αχόρταγος στρατηγός-τύραννος της περιοχής ,ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας ,αλλιώς θα την κατέστρεφε, Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη μάζεψε από τους κατοίκους ότι χρυσαφικό είχαν και τα παρουσίασε στον στρατηγό ο οποίος ομάς με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Ένας καβαλάρης,ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι,αφάνισαν τον στρατό του στρατηγού και σώθηκε η πόλη.Τότε όμως,ο δεσπότης της,ο Μέγας Βασίλειος,βρέθηκε σε δύσκολη θέση,γιατί θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατόχους τους και ο καθένας να πάρει το δικό του ,Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και είπε στους διακόνους του να ζυμώσουν ψωμάκια,και μέσα να βάλουν λίγα χρυσαφικά.Τα μοίρασαν σαν ευλογία στους  κάτοικους της πόλης της Καισαρείας και η κάθε οικογένεια βρήκε στο ψωμάκι της τα δικά της κοσμήματα.Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουριά μέσα ,την πρώτη μέρα του χρόνου ,την ημέρα που εορτάζουμε  τον Άγιο Βασιλειών ,για να θυμόμαστε έτσι το θαύμα του.

πηγή..Ieros Naos Theopatoron

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων



Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.


- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:

- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.

Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.

Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.

Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.

Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948

Καλήν ημέρα άρχοντες.








Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα με πανσέληνο, για πρώτη φορά φέτος μετά από 40 χρόνια

Χριστούγεννα με πανσέληνο, για πρώτη φορά φέτος μετά από 40 χρόνια

Την Τρίτη το πρωί, 22 Δεκεμβρίου, στις 06:48 ώρα Ελλάδος, ξεκινά και τυπικά (αστρονομικά) ο φετινός χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο, όπου ανήκει και η Ελλάδα, καθώς ο Ήλιος θα φθάσει στο σημείο της ετήσιας τροχιάς του, που ονομάζεται χειμερινό ηλιοστάσιο.
Η πρώτη «επίσημη» νύχτα του χειμώνα θα είναι και η μεγαλύτερη του έτους.Αντίστροφα, στο νότιο ημισφαίριο θα αρχίσει το καλοκαίρι, με τη διάρκεια της μέρας στο αποκορύφωμά της.
Λίγες ημέρες μετά, την Παρασκευή, η νύχτα των Χριστουγέννων θα είναι πραγματικά φωτισμένη, αφού θα υπάρχει και πανσέληνος στον ουρανό. Η πανσέληνος θα συμβεί, συγκεκριμένα, στις 13:11 ώρα Ελλάδος, στις 25 Δεκεμβρίου. Είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί αυτό μετά από σχεδόν 40 χρόνια (η τελευταία φορά ήταν το 1977). Στο μέλλον, τα Χριστούγεννα θα ξανασυμπίπτουν με πανσέληνο κάθε 19 χρόνια, δηλαδή το 2034, το 2053 και το 2072.
ΠΗΓΗ www.lamiareport.g

ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΤΟ ΕΛΑΦΑΚΙ




Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ"




Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων. Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη.




Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε, σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού. Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. 

Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και τον Χριστό. Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για τον Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας. 

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στον Χριστό. Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν τον Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε: 

- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα εξηγήσεις στον Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:

- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;

Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.

- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δεν μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στον Χριστό.

- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δεν χωρούσε πια άλλα.

- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.

- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στον Χριστό. Και μη χειρότερα. Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.

- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!

Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.

- Μα τι έγινε;

- Θαύμα! 

- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!

Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας τον Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο. 

Η γριούλα –ποια να 'ταν άραγε;– είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα.

Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «Λουλούδια των Χριστουγέννων». Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε«Άστρα του Χριστού».  

Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6-8 εβδομάδες.

  
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ; ΝΑ ΤΑ ΠΕΙΤΕ!»/ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
                Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλου



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ" http://akrasakis.blogspot.com/2011/12/blog-post_9236.html#ixzz3ue2BCN00

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Ευγένιος Τριβιζάς «Ένα δέντρο μια φορά


Μια υπέροχη ταινία που αποδίδει το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων. Φωνάξτε τα παιδιά δίπλα σας και απολαύστε την μαζί!


Η ιστορία εκτυλίσσεται ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, όταν στο ζοφερό πεζοδρόμιο μιας πόλης συναντιούνται ένα παραμελημένο δέντρο κι ένα φτωχό αγόρι. Το δέντρο βλέπει από τα παράθυρα των σπιτιών τα καταστόλιστα έλατα και ζηλεύει. Ζητά από το αγόρι να το στολίσει. Εκείνο όμως ούτε στολίδια έχει ούτε χρήματα. Πώς είναι δυνατόν να στολίσει ένα μίζερο δέντρο στη μέση ενός παγωμένου πεζοδρομίου; Κι όμως… εκείνη η νύχτα είναι μια νύχτα ονείρων, μια νύχτα μαγική …






Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Άγιος Σπυρίδων 270 – 348

Σημαντική προσωπικότητα της Χριστιανοσύνης, κυπριακής καταγωγής, ιδιαίτερα συνδεδεμένος με την πόλη και το νησί της Κέρκυρας, της οποίας είναι προστάτης Άγιος. Είναι, επίσης, πολιούχος Άγιος του Πειραιά. Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 14 Δεκεμβρίου από την Καθολική.

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/741#ixzz3LcWidL00

Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε περί το 270 στην Άσκια, τη σημερινή Άσσια Αμμοχώστου, που βρίσκεται στα Κατεχόμενα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια και ήταν μάλλον εύπορος για τα μέτρα της εποχής, αφού είχε στην κατοχή του αγροτική γη και κοπάδια προβάτων. Με την προτροπή των γονέων του παντρεύτηκε μια ενάρετη συγχωριανή του, με την οποία απέκτησε μία κόρη, ονόματι Ειρήνη. Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν περιορισμένες, αλλά χάρη στην αρετή του και τον άρτιο χριστιανικό του βίο εξελέγη επίσκοπος Τριμυθούντος (σημερινή Τρεμετουσιά Λάρνακας).
Ο Σπυρίδων ως επίσκοπος Τριμυθούντος μετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), η οποία διαμόρφωσε

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ



Άγια Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας αποκρίθη: «Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο, γιατί ο Αι-Νικόλας έρχεται με χιόνια φορτωμένος».

Αν πρωιμίσει η μυγδαλιά κι ανθίσει το Δεκέμβρη,
βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε νά 'ρθει να μας εύρει.

Δεκέμβρη με τα κρύα σου και πώς θα ξεκρυώσω.

Δεκέμβρη μου, με πάγωσες
και πώς να ξεπαγώσω;

Μήνα μου σαρακοστιανέ
καλέ, Χριστουγεννιάτη!

Δεκέμβρης και δεν έσπειρες, λίγο σιτάρι θα ’χεις.

Δεκέμβρης μας επλάκωσε, το κρύο μας φαρμάκωσε.

Δεκέμβρης με γιορτές, Χριστουγέννων διακοπές.

Δεκέμβρης Χριστού γέννηση κι ο καλός μας χρόνος.

Μπήκε ο Δεκέμβρης; Δίκαιος όποιος έσπειρε.

Το τραγούδι με τον τρύγο το Δεκέμβρη παραμύθι.

Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού. (ή χρυσάφι τ’ Αλωνάρη)

Ως τ’ Αγίου Νικόλαου οι τοίχοι βράζουνε κι ύστερα ξυλιάζουνε.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/proverbs/categories/169#ixzz3tnsgxfNv
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...