Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Απόσπασμα από "Τα Παγανά" του Στρατή Μυριβήλη

Σχετική εικόνα
-Παναγιά μου το παιδί! ακούστηκε μια γυναίκα να τσιρίζει τη στιγμή που ο σταυρός στολισμένος με άσπρη κορδέλα φιόγκο, έφτανε ελεύθερος στα αφρισμένα νερά. Η φωνή της ξεχώρισε, έτσι όπως ακούστηκε παράταιρη να καβαλάει το απολυτίκιο που έψαλε ο Σαμιώτης παπά Λεβέντης και είχε φτάσει ήδη στο «…του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι…»συνοδευόμενος από τους ψαλτάδες και από το συγκεντρωμένο πλήθος.

Η γέφυρα- τίποτα σπουδαίο ένα άνοιγμα όλο κι όλο- μικρή, χωρίς τόξα ένωνε σεμνά τις όχθες του ποταμού. Η μια ψηλή κι απότομη με οργιώδη βλάστηση τα καλοκαίρια. Στην κορυφή της μόλις ξεχώριζαν οι καπνοδόχοι από τα τελευταία σπίτια της μικρής μας πόλης. Κι η άλλη, ήπια στη στάθμη του νερού, πότε

να την καταπίνει με την ορμή του και πότε να την αφήνει ανέγγιχτη. Από κει και πέρα άρχιζαν τα χωράφια, γλυκιά ανηφόρα ανεπαίσθητη μέχρι που η γη ανασηκωνόταν για να φτιάξει ένα έξαρμα, τη βάση για το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου.

Των Θεοφανείων, τη μέρα που φωτίζονται τα νερά και φεύγουν οι Καλικάτζαροι, το τοπίο ήταν πάντα ασπρόμαυρο όχι από τα παιχνίδια της μνήμης, αλλά από το χιόνι, τις γυμνές λεύκες που σάλευαν, τα λασπωμένα νερά του ποταμού που κατέβαιναν με τρελή ορμή λες και βιαζόταν να φτάσουν μια ώρα νωρίτερα στο Θερμαϊκό και κυρίως την ομίχλη που τύλιγε τα πάντα. Τα μόνα χρώματα, κουκίδες σε αυτή τη σκηνή τα βαριά παλτά, οι σκούφοι, τα μαντήλια στις όχθες και πάνω στη γέφυρα, στο κέντρο της, το πορφυρό πετραχήλι του παπά Λεβέντη με τη βαθειά αγγελική– σα σαμιώτικο γλυκό κρασί- φωνή.

Όλοι τριγύρω πιστέψανε ότι το παιδί που έπεσε στο νερό, γλίστρησε στον πάγο της όχθης στην προσπάθεια να δει καλύτερα το σταυρό να εκτοξεύεται με το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε». Αυτή την γενναιόδωρη καμπύλη που διέγραφε από τη γέφυρα μέχρι τα νερά του ποταμού με τόσες περιστροφές που έκαναν το φιόγκο της λευκής κορδέλας όμοιο με «το Πνεύμα εν είδει περιστεράς». Νόμιζαν ότι ήθελε να δει από κοντά τους νέους άντρες που συνωστίζονταν στις δύο όχθες, άλλοι με μαγιό κι άλλοι με λευκά σώβρακα χωρίς να τουρτουρίζουν, ξυπόλυτοι πάνω στα χιόνια, να σταυροκοπιούνται περιμένοντας τη στιγμή να ξεχυθούν στα νερά που κατέβαζαν κομμάτια πάγου από την Πίνδο, να τα αναταράξουν ακόμα περισσότερο κολυμπώντας προς το κέντρο και εκεί να βουτήξουν για να αναζητήσουν στα ανταριασμένα βάθη το σταυρό.

Όλοι τους ήταν παλικάρια, έτσι έλεγε ο κόσμος, αλλά περισσότερο ο ένας, εκείνος που θα κατάφερνε να κρατήσει την ανάσα του- στα παγωμένα νερά που έκοβαν την ανάσα- ψάχνοντας στα τυφλά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες της κοίτης, στα κλαδιά και στη λάσπη για να ανασύρει το σταυρό που άγιαζε τα νερά κι έστελνε και πάλι στο Κάτω Κόσμο τους Καλικάντζαρους. «Εκεί κάτω στα τάρταρα, βρυάζουν μαντρακωμένοι χρόνον-καιρό και ξεχύνονται στο Δέντρο της Γης που ο στοιχειωμένος κορμός του ανεβαίνει όρθιος και κρατά ψηλά στα κλωνιά του, καρπό μοναδικό, τούτη τη Γης που κατοικούμε και άλλο δεν κάνουν ολοχρονίς παρά να το ροκανίζουν ένα γύρω με τα σκυλόδοντά τους.» 



Αυτός που τα κατάφερνε, ο ευλογημένος για ένα χρόνο, αναδυόταν με την ορμή της νίκης και τη λαχτάρα της ανάσας, φίλαγε το σταυρό κι ύστερα τον σήκωνε θριαμβευτικά ψηλά με το δεξί του χέρι να τον δουν όλοι από τη γέφυρα και από τις όχθες. Οι άλλοι βουτηχτάδες αποτραβιόταν αποδεχόμενοι την υπεροχή του. Έμενε μόνος, στο κέντρο του κύκλου κορυφαίος στο Χορό να τον θαυμάζει το πλήθος. Ύστερα, όλη τη μέρα των Φώτων και την επόμενη του Αγιαννιού γύριζε σπίτι- σπίτι τη μικρή μας πόλη με το σταυρό πάνω σε κόκκινο βελούδινο μαξιλάρι με χρυσές φούντες στις τέσσερεις άκρες, να τον προσκυνήσουν οι κάτοικοι, ψάλλοντας παράφωνα τις περισσότερες φορές, το απολυτίκιο των Θεοφανείων. Εκτός του θαυμασμού, των ‘Μπράβο’ και των κερασμάτων εισέπραττε με το «τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι» και γενναία φιλοδωρήματα.

Με τράβηξαν πολλά χέρια άρον- άρον από το νερό και μέχρι το σπίτι είχα ανεβάσει ψηλό πυρετό. Μου βγάλανε τα μουσκεμένα ρούχα με τρίψανε με οινόπνευμα και με κουκούλωσαν στο κρεβάτι με τις συνηθισμένες γκρίνιες που συνόδευαν όλες τις απροσεξίες και τις σκανταλιές μου. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και ομολόγησα κλαίγοντας ότι δεν γλίστρησα, έφυγα επίτηδες από τα χέρια τους για να βουτήξω και εγώ για το σταυρό. «Μα τα μικρά παιδιά, δε μπορούν» είπε η μητέρα μου κοιτάζοντας ανήσυχη τον υδράργυρο στο θερμόμετρο που δεν έλεγε να κατέβει. Σκούπισα τα μάτια μου, την κοίταξα σοβαρά και την αποστόμωσα λέγοντας: «Αν τα κατάφερε η Μανταλένα  που ήταν κοπέλα, γιατί να μη μπορεί ένα μικρό παιδί; Στο κάτω -κάτω είμαι πια έξι χρονών! »

Απόσπασμα από "Τα Παγανά" του Στρατή Μυριβήλη


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...