Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Τα πειραχτήρια των Χριστουγέννων



Στη Σύμη τους αποκαλούν «Κάηδες», στον Πόντο «Χρυσαφεντάδους», στην Κύπρο «Πλανήταρους», ενώ άλλοι τους φωνάζουν «Λυκοκαντζαραίους». «Καρκατζέλια», «Κωλοβελόνηδες» ή «Παραωρίτες».  Μπορεί οι Καλικάντζαροι να διαθέτουν πολλές  ονομασίες είναι διάσημο», όμως για ένα και μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο: για τις σκανδαλιές, στις οποίες επιδίδονται κατά την περίοδο των Χριστουγέννων.


   Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, είναι δαιμονικά όντα που εμφανίζονται στη γη από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια (25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου), όσο δηλαδή ο Χρίστος είναι αβάφτιστος. Τον υπόλοιπο χρόνο ζουν κάτω από το έδαφος και πασχίζουν με τσεκούρια, πριόνια και άλλη εργαλεία, να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν. αλλά λίγο πριν κοπεί καταφθάνουν το Χριστούγεννα και αποφασίζουν να ανέβουν στη γη, αφήνοντας το να κοπεί μόνο του. Όταν επιστρέφουν τα Θεοφάνεια, το δέντρο είναι και πάλι άκοπο. Έτσι, πιάνουν δουλεία ξανά έως τα επόμενα Χριστούγεννα.
Όσο παραμένουν στη γη, οι καλικάντζαροι βρίσκουν καταφύγιο σε μύλους, γεφύρια και ποτάμια και
κυκλοφορούν μονάχα τις νύχτες, ώσπου να λαλήσει ο πετεινός τρεις φορές. Είναι άσχημοι, μαλλιαροί και παράξενοι, τους αρέσει ο χορός και όταν συναντήσουν κάποιον άνθρωπο τη νύχτα, τον στροβιλίζουν μέχρι να πέσει λιπόθυμος, Αν πάλι είναι δεινός χορευτής, τον επιβραβεύουν και τον ανταμείβουν.
Οι καλικάντζαροι πειράζουν τους ανθρώπους, σκαρφαλώνουν στις στέγες των σπιτιών σπάζοντας κεραμίδια και ποδοπατούν ό,τι βρουν μπροστά τους. Αφού κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσω αυτών των θορύβων, μπαίνουν στο εσωτερικό του σπιτιού από τις καπνοδόχους, κλέβουν ρούχα, σκορπίζουν το αλεύρι και κλέβουν τα αγαπημένα τους φαγητά όπως είναι το σύκα, το ξεροτήγανα και το λουκάνικο.
Αν σας επισκεφτούν ποτέ καλικάντζαροι, μπορείτε να τους απωθήσετε με τη φωτιά, την οποίο φοβούνται πολύ.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Μια ανθισμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία ¨"Το πενηντάρικο"





πηγήhttps://www.facebook.com/Perivivlioulogos/posts/886429094826732:0
Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του. Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες – ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει. Τα λεπτά πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του. Ο Γιαννάκης βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα: «τι παιδεύομαι; Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα».
Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα. Δεν ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα. Δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω. Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας στην οικογένεια. Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους. Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για τη μητέρα τους. Δεν ήταν δίκαιο. Ήταν ήδη Παραμονή των Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
Σκουπίζοντας το δάκρυ που κατηφόρισε από

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

"Η ΧΕΛΩΝΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ"




Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό, όπως τα πουλιά.

 Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. 

 Σέρνω κάθε µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να ‘µουν κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πως ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά!

Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονό της, τη λυπήθηκαν και τη ρώτησαν.

 Θέλεις στ’ αλήθεια να πετάξεις, κυρα-χελώνα;

 Αν θέλω; απάντησε η χελώνα. 

 Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Ας πετάξω µια

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

"Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΣΤΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΗΧΩ"


O μικρός κάστορας ζούσε ολομόναχος στην άκρη της μεγάλης λίμνης. Δεν είχε αδελφούς. Δεν είχε αδελφές. Και το χειρότερο απ όλα, δεν είχε ούτε φίλους. Μια μέρα, την ώρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης, άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε πολύ δυνατά. Και μετά δυνατότερα. 


Ξαφνικά άκουσε κάτι παράξενο. Στην άλλη άκρη της λίμνης κάποιος άλλος έκλαιγε μαζί του. Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει, για να ακούσει. Αμέσως σταμάτησε να κλαίει και ο άλλος. Ο μικρός κάστορας ήταν πάλι μόνος του.

«Μπουχ, χουχ, χουου», έκανε.

«Μπουχ, χουχ, χουου», έκανε και η φωνή, στην απέναντι πλευρά της λίμνης.

Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει.
«Γεια σου!», φώναξε. 

«Γεια σου!» φώναξε και

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

"Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ"

Μια μέρα o γάιδαρος ενός αγρότη έπεσε σε ένα πηγάδι. Το ζώο φώναζε απελπισμένα για ώρες κι ο αγρότης προσπαθούσε να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Τέλος, αποφάσισε ότι το ζώο ήταν γέρικο, και τα έξοδα που απαιτούνταν για να το βγάλει από το πηγάδι ήταν πολλά. Δεν άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει να σώσει τον γάιδαρο. Το μόνο που σκέφτηκε να κάνει, ήταν να τον θάψει ζωντανό.

Κάλεσε όλους τους γείτονές του να έρθουν και να τον βοηθήσουν. Πήραν όλοι από ένα φτυάρι και άρχισαν να πετάνε χώματα στο πηγάδι. Στην αρχή, ο γάιδαρος συνειδητοποίησε τι συνέβαινε και φώναξε φρικτά, ούρλιαξε… 

Μετά όμως, προς έκπληξη όλων, ησύχασε.
Λίγα φορτία χώμα είχαν πέσει στο πηγάδι, όταν

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

"Ο ΦΕΓΓΑΡΟΥΛΗΣ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ ΤΗΝ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ"



Μια φορά και έναν καιρόπολύ παλιά, ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα... Ο ήλιος χανόταν και άρχισε να βγαίνει το φεγγάρι... Ο Φεγγαρούλης μας! 

Μόνο μια ηλιαχτίδα έμεινε και ο Φεγγαρούλης εντυπωσιάστηκε από τη λάμψη της!

— Καλησπέρα! της είπε ο Φεγγαρούλης. 



— Καλησπέρα! του απάντησε η ηλιαχτίδα. Αλλά δεν έχω πολύ χρόνο για κουβέντες... Πρέπει να φύγω...

— Μην φεύγεις! της είπε τότε ο Φεγγαρούλης.  

— Πρέπει, είπε η ηλιαχτίδα. Μα μου

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Χρήστος Θηβαίος - Παραμύθι (ακυκλοφόρητη ηχογράφηση)








Μιά φορά κι έναν καιρό στον κόσμο των παραμυθιών
ήρθαν όλα άνω κάτω,μ'έναν τρόπο μαγικό.
Ήρωες απ'τα παραμύθια αποφάσισαν με μιάς
τις σελίδες να αφήσουν και να έρθουνε σε 'μας.

Δρόμο παίρνουν,δρόμο αφήνουν,φτάνουν στο Λυκαβηττό
κι έρχονται και μας χτυπάνε,το

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ





Μια μέρα ενας μαθητής αποφάσισε να προκαλέσει τον δάσκαλό του.

Έτσι σκέφτηκε να του στήσει μια παγίδα. Έπιασε μια πεταλούδα και την


κράτησε στη χούφτα του


Όταν θα πήγαινε στο δάσκαλο θα τον ρώταγε τι είχε στο χέρι του.


Κι αν ο δάσκαλος το έβρισκε, τότε θα τον ρωτούσε εάν η πεταλούδα ήταν ζωντανή ή νεκρή.


Στην περίπτωση που απαντούσε ότι η πεταλούδα ήταν ζωντανή, τότε θα



 έσφιγγε το χέρι του και θα τη σκότωνε και το αντίστροφο.


Όταν είχαν μάθημα λοιπόν, πλησίασε τον δάσκαλο, μπροστά σε όλους


τους υπόλοιπους μαθητές, έτεινε το χέρι προς το μέρος του και τον

 ρώτησε:


~Δάσκαλε, τι έχω στο χέρι μου 

;

~Την ψυχή σου έχεις παιδί μου, απάντησε ατάραχος ο δάσκαλος.


Ο μαθητής προβληματίστηκε για λίγο σκεπτόμενος την απάντηση.


Κατέληξε ότι ο δάσκαλος είχε δίκιο


Η πεταλούδα ήταν μια ψυχή που θα μπορούσε να είναι και δική του.


Ωστόσο, συνέχισε:


~Και είναι ζωντανή η ψυχή μου δάσκαλε ή όχι?



Ο δάσκαλος τον κοίταξε με καλοσύνη στα μάτια και του είπε χαμογελαστά


~Από το χέρι σου εξαρτάται

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ...

Mια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια… πριγκίπισσα; Όχι. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια βιβλιοθήκη. Ήταν κι ένα κορίτσι, που το έλεγαν Λουΐζα και πήγε πρώτη του φορά στη βιβλιοθήκη. Περπατούσε αργά, σέρνοντας μια τεράστια σάκα με ρόδες. Κοίταζε παντού τριγύρω με κατάπληξη: Ράφια κι άλλα ράφια, γεμάτα με βιβλία… τραπέζια, καρέκλες, χρωματιστά μαξιλάρια, ζωγραφιές στους τοίχους και αφίσες.


«Έφερα μια φωτογραφία μου» είπε ντροπαλά στον βιβλιοθηκάριο.

«Θαυμάσια, Λουΐζα! Θα ετοιμάσω την κάρτα σου για τη βιβλιοθήκη. Στο μεταξύ, διάλεξε κάποιο βιβλίο. Μπορείς να διαλέξεις ένα και να το πάρεις στο σπίτι σου, εντάξει;»

«Ένα μόνο;» ρώτησε η Λουΐζα απογοητευμένη.

Χτύπησε το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή, κι ο βιβλιοθηκάριος άφησε το κορίτσι μοναχό του να κάνει αυτή τη δύσκολη δουλειά: να διαλέξει μόνο ένα από τη θάλασσα εκείνη των βιβλίων στα ράφια. Η Λουΐζα έσερνε τη σάκα της τριγύρω κι έψαχνε, έψαχνε, ώσπου βρήκε την αγαπημένη της «Χιονάτη». Το αντίτυπο εκείνο είχε σκληρό εξώφυλλο και

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ: "ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΑΚΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΓΓΙΞΕΙ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΑΚΙ"





Ήταν κάποτε ένας ποντικούλης, που τον λέγανε Τρωκτικούλη. Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης, κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό, ήθελε να τα αγγίξει.

 - Παππού, έλεγε στον παππού του, σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου, απαντούσε ο παππούς του. Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.

- Μα, γιατί είναι τόσο ψηλά, παππού;

- Είναι τόσο ψηλά, για να μην

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

"Η ΔΟΝΑ ΤΕΡΗΔΟΝΑ"


Ζούσε κάποτε στην Ισπεπονία µια πεντάµορφη κυρά που τη λέγανε Δόνα Τερηδόνα. Η Δόνα Τερηδόνα είχε το πιο γλυκό και φωτεινό χαµόγελο του κόσµου. Όσο γλυκό και φωτεινό, όµως, ήταν το χαµόγελό της, τόσο µοχθηρή και ύπουλη ήταν η ψυχή της.

Κάθε  
πρωί η Δόνα Τερηδόνα ρωτούσε τον καθρέφτη της, έναν αστραφτερό καθρέφτη µε χρυσή, γυαλιστερή κορνίζα:


– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια στον κόσµο αυτό έχει το χαµόγελο το πιο γλυκό;

– Αναµφισβήτητα εσείς, Δόνα Τερηδόνα, και αυτό δεν το λέω για να σας κολακέψω, απαντούσε ο καθρέφτης.

Μια µέρα συνέβη κάτι το εντελώς

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Όταν δίνεις, πλουτίζεις… δεν φτωχαίνεις: Μια ιστορία με τεράστιο νόημα



Ο φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στην γυναίκα του που πήγαινε στις εκκλησίες και έδινε στους φτωχούς και στους εράνους. Μια μέρα, εκεί που έβγαλε το ζεστό ψωμί και μοσχοβόλησε η… γειτονιά, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα του ένας φτωχός.




-Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
-Αμ΄ τίνος να’ναι;
-Και δεν τα τρως;
-Βρε φύγε από δω!
-Δώσε μου και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.
– Φύγε σου είπα, παράτα με.
-Αφεντικό!
-Φεύγεις ή δεν φεύγεις;
-Αφεντικό! Παρακαλούσε ο φτωχός…


Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και ο φούρναρης πετάει ένα ψωμί στο κεφάλι του. Έσκυψε ο φτωχός και το ψωμί τον πήρε ξυστά και έπεσε παραπέρα. Τρέχει, το αρπάζει, κάθεται σε μια γωνιά και το τρώει… Ο φούρναρης όλη μέρα ήταν νευριασμένος για τον γρουσούζη επισκέπτη και το ψωμί που έχασε. Ας τολμήσει να ξανάλθει, έλεγε!Τη νύχτα, κάπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, πετάγεται ο φούρναρης από τον ύπνο του τρομαγμένος και καταϊδρωμένος.


Γυναίκα, σήκω, ξύπνα. Φέρε μου μία φανέλα να αλλάξω και να σου πω …; Γυναίκα, πέθανα λέει, και μαζεύτηκαν γύρω μου Άγγελοι και διάβολοι. Ποιoς να πάρει την ψυχή μου. Σε μια μεγάλη ζυγαριά όλο και πρόσθεταν οι τρισκατάρατοι τα κρίματά μου. Και ο ζυγός βάρυνε και βάρυνε και οι Άγγελοι δεν είχαν τίποτα να βάλουν και λυπόντουσαν. Σε μια στιγμή, ένας Άγγελος φωνάζει: Το ψωμί! Αυτό που χόρτασε τον πεινασμένο. Βάλτε το στον άλλο ζυγό.

Οι διάβολοι επαναστάτησαν: Το ψωμί δεν το έδωσε. Το έριξε να σπάσει το κεφάλι του φτωχού. Και απάντησαν οι Άγγελοι: Όμως χόρτασε τον πεινασμένο και εκείνος έδωσε την ευχή του. Και που λες γυναίκα μου, εκείνο το ψωμί έκανε και έγειρε η ζυγαριά αντίθετα και σώθηκα. Το λοιπόν, δίνε, δίνε και μη σταματάς. Και εγώ θα δίνω. Αχ, και να ξανάρθει εκείνος ο φτωχός!
Επιτέλους το κατάλαβε και ο φούρναρης ότι κερδίζει όταν δίνει. Εμείς όμως; Το έχουμε καταλάβει; Μήπως φοβόμαστε να δώσουμε; Μήπως η “κρίση” μας βούλιαξε στην ολιγοπιστία; Μήπως είναι καιρός να αρχίσουμε να γινόμαστε και λίγο χριστιανοί;;; Και να πιστεύουμε ακλόνητα, πως όταν δίνουμε, αντί να φτωχαίνουμε, πλουτίζουμε. Ας το αποδείξουμε εμπράκτως. Τα Χριστούγεννα έρχονται , κάποιοι άνθρωποι έχουν ανάγκη και περιμένουν έστω και ένα κομμάτι ψωμί…
Φίλοι μου, μην ξεχνάτε ότι: Η πρώτη θυγατέρα του Θεού είναι η ελεημοσύνη, αυτή η ελεημοσύνη κατέπεισε τον Θεό και έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο…
ΠΗΓΗ:www.diaforetiko.gr




Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων



Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.


- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:

- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.

Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.

Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.

Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.

Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ"




Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων. Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη.




Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε, σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού. Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. 

Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και τον Χριστό. Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για τον Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας. 

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στον Χριστό. Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν τον Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε: 

- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα εξηγήσεις στον Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:

- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;

Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.

- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δεν μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στον Χριστό.

- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δεν χωρούσε πια άλλα.

- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.

- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στον Χριστό. Και μη χειρότερα. Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.

- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!

Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.

- Μα τι έγινε;

- Θαύμα! 

- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!

Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας τον Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο. 

Η γριούλα –ποια να 'ταν άραγε;– είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα.

Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «Λουλούδια των Χριστουγέννων». Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε«Άστρα του Χριστού».  

Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6-8 εβδομάδες.

  
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ; ΝΑ ΤΑ ΠΕΙΤΕ!»/ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
                Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλου



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ" http://akrasakis.blogspot.com/2011/12/blog-post_9236.html#ixzz3ue2BCN00

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Ευγένιος Τριβιζάς «Ένα δέντρο μια φορά


Μια υπέροχη ταινία που αποδίδει το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων. Φωνάξτε τα παιδιά δίπλα σας και απολαύστε την μαζί!


Η ιστορία εκτυλίσσεται ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, όταν στο ζοφερό πεζοδρόμιο μιας πόλης συναντιούνται ένα παραμελημένο δέντρο κι ένα φτωχό αγόρι. Το δέντρο βλέπει από τα παράθυρα των σπιτιών τα καταστόλιστα έλατα και ζηλεύει. Ζητά από το αγόρι να το στολίσει. Εκείνο όμως ούτε στολίδια έχει ούτε χρήματα. Πώς είναι δυνατόν να στολίσει ένα μίζερο δέντρο στη μέση ενός παγωμένου πεζοδρομίου; Κι όμως… εκείνη η νύχτα είναι μια νύχτα ονείρων, μια νύχτα μαγική …






Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

"ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕ"


Το μικρό μαρμάρινο αγόρι, το άγαλμα, άφησε σαν προσφυγάκι την πατρίδα του στη Μικρασία και στεγάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Από τότε κρύωνε ολοένα, γιατί νοσταλγούσε αθεράπευτα την πατρίδα του στην αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν όμως όταν θα βρει δυο φίλους καρδιάς, την κυρία Γαλάτεια, την καθαρίστρια του Μουσείου, και το μικρό Λάμπη, το γιο του νυχτοφύλακα. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν μ’ ένα παράξενο όνειρο. Απ’ τ’ όνειρο θα φτερουγίσει στο Μουσείο ένα μεγάλο γαλάζιο πουλί που θα τους ταξιδέψει μια νύχτα με πανσέληνο στις χαμένες πατρίδες, στη Μικρασία.

Την τελευταία νύχτα εκείνου του Οκτώβρη ήρθε κι ο Λάμπης, ο 


μικρός γιος του νυχτοφύλακα. Πολύ το χε μεράκι ο Λάμπης να γινόταν γλύπτης όταν θα μεγάλωνε. Να σκάλιζε, λέει, κι αυτός στο μάρμαρο αγάλματα σαν κι εκείνα στο μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Τι όμορφα που είναι τα αρχαία αγάλματα! Και λαχταρούσε ο Λάμπης να τ’ ακουμπήσει με το χέρι του, να τα χαϊδέψει. Όμως όλο «μη» και «μη» τού έλεγαν, «απαγορεύεται να τ’ αγγίξεις». Μα το ένιωθε εκείνος πως τ’ αρχαία αγάλματα αποζητούσανε αγγίγματα σαν το δικό του.
Κι αφού τη μέρα οι φύλακες είχαν τα μάτια τετρακό-σια, άλλη λύση δεν έμενε: παρακαλούσε τον πατέρα του μήνες και μήνες, «πάρε με μαζί σου μια νύχτα στο μουσείο, πάρε με, πατέρα. Να γίνω γλύπτης θέλω, πατέρα». Μια, δυο, τρεις, δέκα, απ’ τα πολλά τα παρακάλια τελικά του κανε το χατίρι. Σαν μελένιο όνειρο ήταν, και πιο πολύ ακόμη… Μπερδεύτηκε ο Λάμπης μέσα σε πλήθος αγάλματα που σεριανούσαν στις αίθουσες του μουσείου, αργά, νωχελικά, λες κι είχαν μόλις βγει από βαθύ λήθαργο. Γυναίκες και παιδιά και άντρες και θεοί, όλοι ανάκατα, στο βελουδένιο μισοσκόταδο. Κι ανάμεσα τους να φυσάει, θαρρείς, ένα απαλό αεράκι. Δεν πίστευε στα μάτια του ο Λάμπης. «Κοίτα να δεις… Καλά μου το λεγε ο πατέρας… τις νύχτες ζωντανεύουν τ’ αγάλματα!»

Κι είδε περήφανους θεούς να υποκλίνονται ταπεινά σε ανθρώπους που μοιάζανε θεοί, και παιδιά να 
χουν πάρει στο κατόπι θεούς κρατώντας τους απ’ το μακρύ τους ρούχο. Και κοπελιές είδε σαν τα κρύα νερά να προχωρούν ζευγαρωτά με νεαρούς πανέμορφους. Είδε και μοναχικά αγάλματα να στέκονται απόμερα στη γωνιά κι άλλα μαζεμένα σε παρέες να συζητούν, χωρίς όμως ν’ ακούγεται μιλιά. Έστησε αυτί ο Λάμπης μήπως και πιάσει καμιά λέξη. Μα τίποτα. Ξαφνικά, μες στη σιωπή των αγαλμάτων, άκουσε ο Λάμπης μια λεπτή φωνίτσα:

- Έι, ψιτ. Σε σένα μιλάω…

Από το βάθος της αίθουσας ερχόταν η φωνή. Τράβηξε κατά κει και μόνο τότε πρόσεξε ένα μικρό αγόρι να στέκεται ακίνητο, σφιχτοτυλιγμένο στην κάπα του, μ’ ένα σκυλάκι αγκαλιά. Το άγαλμα κρύωνε πολύ, όχι απ’ το κρύο, όχι. Ο λόγος ήταν άλλος, πιο βαθύς. Νοσταλγούσε αθεράπευτα τη μακρινή πατρίδα του στη Μικρασία, στην άλλη, την αντίπερα όχθη του Αιγαίου. 

- Σίγουρα είσαι ο Λάμπης εσύ!
 

- Ναι, ο Λάμπης είμαι, ο γιος του νυχτοφύλακα. Μα τ’ όνομά μου πού το ξέρεις;
 

- Σε περίμενα. Είχε δίκιο το γαλάζιο πουλί πως θα ’ρχόσουν. Ήρθες! Καλώς ήρθες!
 

- Το γαλάζιο πουλί; Ποιο πουλί; έκανε διπλά απορημένος ο Λάμπης.

Και του τα εξήγησε όλα το μικρό προσφυγάκι. Για το γαλάζιο πουλί του 
’πε που βγάζει αληθινές τις πιο τρελές επιθυμίες. Του πε για την πατρίδα του στη Μικρασία. Και για την κυρία Γαλάτεια του πε, που είναι κι αυτή προσφυγοπούλα κι είναι τα μάτια της σαν τα νερά του Αιγαίου.

- Σ’ έβλεπα τόση ώρα, Λάμπη, ν’ αγγίζεις τ’ αγάλματα.
 

- Ναι. Μια μέρα θέλω να γίνω γλύπτης, προσφυγάκι μου, γι’ αυτό.
 

- Έλα, ακούμπησε κι εμένα, χάιδεψέ με.
 

- Αλήθεια το λες; Μπορώ; Το θέλεις; έκανε ο Λάμπης και το σφιξε όλο πεθυμιά στην αγκαλιά του.
 
Κι αφού χόρτασε χάδια το μικρό προσφυγάκι, είπε:
 

- Να παίξουμε τώρα, Λάμπη;
 

- Ναι, να παίξουμε. Πρώτη φορά θα παίξω με άγαλμα!

Κι έπαιξαν τρίλιζα, κι έπαιξαν αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα, κι ύστερα κρυφτό. Είχε και μπίλιες πολύχρωμες στην τσέπη του ο Λάμπης και μια σβούρα ξύλινη. Έπαιξαν μπίλιες, έπαιξαν και σβούρα. Κι αφού χόρτασε παιχνίδι το μικρό προσφυγάκι, είπε:
 

- Ξέρεις παραμύθια, Λάμπη; Πολύ μ’ αρέσουνε τα παραμύθια!
 

- Ξέρω… Μια φορά κι έναν καιρό…

Εκείνη τη νύχτα έγινε τρισευτυχισμένο το μικρό άγαλμα που κρύωνε. 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ     


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕ" http://akrasakis.blogspot.com/2012/03/blog-post_3729.html#ixzz3oPuu3vt1

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

"Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΛΟΥ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΦΡΕΝΤΥ"



Η άνοιξη είχε περάσει. Το ίδιο και το καλοκαίρι. Το φύλλο που το έλεγαν Φρέντυ είχε μεγαλώσει. Το κοτσάνι του είχε γίνει χοντρό και δυνατό και οι πέντε προεκτάσεις του σταθερές και μυτερές. Είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά την άνοιξη, σαν ένας μικρός βλαστός σ’ ένα μεγάλο κλωνάρι στην κορυφή ενός πανύψηλου δέντρου...

Ο Φρέντυ περιβαλλόταν από εκατοντάδες άλλα φύλλα, ίδια σαν κι
αυτόν, ή τουλάχιστον, έτσι φαινόταν. Δεν άργησε όμως, ν
ανακαλύψει ότι κανένα φύλλο δεν ήταν εντελώς όμοιο με κάποιο άλλο, παρόλο που όλα βρίσκονταν στο ίδιο δέντρο. Ο Άφρεντ ήταν το διπλανό του φύλλο, ενώ ο Μπεν στεκόταν δεξιά του. Η Κλαίρη ήταν το πανέμορφο φύλλο, ακριβώς από πάνω. Είχαν μεγαλώσει όλα μαζί. Είχαν μάθει να χορεύουν με τη δροσερή αύρα της άνοιξης, να λιάζονται τεμπέλικα στον ήλιο του καλοκαιριού και να λούζονται στις κρύες στάλες της βροχής...  

Όμως, ο καλύτερος φίλους του Φρέντυ ήταν ο Ντάνιελ. Ήταν το μεγαλύτερο φύλλο στο κλωνάρι και φαίνεται ότι βρισκόταν εκεί, πριν απ’ όλα τ’ άλλα φύλλα. Στον Φρέντυ φάνηκε, μάλιστα, ότι ο Ντάνιελ δεν ήταν το πιο παλιό φύλλο, αλλά και το πιο σοφό. Ο Ντάνιελ ήταν αυτός που τους είχε εξηγήσει ότι όλα τα φύλλα αποτελούσαν ένα μέρος του δέντρου. Ήταν ο Ντάνιελ, που τους είχε αποκαλύψει ότι ζούσαν και μεγάλωναν σ’ ένα δημόσιο πάρκο. Κι ακόμα, ο Ντάνιελ τούς είχε πει ότι το δέντρο τους είχε γερές ρίζες, κρυμμένες βαθιά μες στο χώμα. Τους είχε μιλήσει για τα πουλιά που κάθονταν πάνω στα κλαδιά και τιτίβιζαν εκεί τα πρωινά τους τραγούδια. Τους εξήγησε για τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια και τις εποχές.
Του Φρέντυ τού άρεσε που ήταν φύλλο. Αγαπούσε το κλωνάρι του, τους ανάλαφρους φυλλωτούς φίλους του, τη θέση του ψηλά στον ουρανό, το θρόισμα που έφερνε ο άνεμος, τις ηλιαχτίδες που τον ζέσταιναν, το φεγγάρι που τον σκέπαζε με απαλές, άσπρες σκιές... 

Το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα όμορφο. Οι μεγάλες θερμές μέρες ήταν απολαυστικές και οι ζεστές νύχτες ήσυχες και ονειρεμένες. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν την ώρα τους στο πάρκο, αυτό το καλοκαίρι. Συχνά κάθονταν κάτω από το δέντρο του Φρέντυ. Ο Ντάνιελ εξήγησε στον Φρέντυ ότι, το να προσφέρει τον ίσκιο του στους ανθρώπους, ήταν ένα μέρος από τον σκοπό του.  

«Τι είναι σκοπός;» ζήτησε να μάθει ο Φρέντυ.
 
«Ένας λόγος για να υπάρχεις», απάντησε ο Ντάνιελ. «Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να κάνουμε τα πράγματα πιο ευχάριστα για τους άλλους. Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να δίνουμε τον ίσκιο μας στους γέρους που έρχονται εδώ, δραπετεύοντας από τα σπίτια τους με την αφόρητη ζέστη. Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να βρίσκουν τα παιδιά ένα δροσερό μέρος για να παίζουν. Να δροσίζουμε με το θρόισμα των φύλλων μας τους εκδρομείς που έρχονται εδώ κι απλώνουν τα πολύχρωμα τραπεζομάντηλά τους για το πικ-νικ. Όλοι αυτοί οι λόγοι είναι για να υπάρχουμε»

Ο Φρέντυ συμπαθούσε ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους. Κάθονταν πολύ ήσυχα πάνω στο γρασίδι και περνούσαν εκεί την ώρα τους σχεδόν ακίνητοι. Μιλούσαν ψιθυριστά για τα περασμένα. Και τα παιδιά ήταν επίσης διασκεδαστικά, παρόλο που ορισμένες φορές χάραζαν τα ονόματά τους στον κορμό του δέντρου και έσκιζαν τις φλούδες του. Ήταν, ωστόσο, διασκεδαστικό να τα βλέπεις να τρέχουν αδιάκοπα και να γελούν τόσο πολύ. 

Όμως, το καλοκαίρι του Φρέντυ πέρασε γρήγορα... Χάθηκε μια νύχτα του Οκτώβρη. Ποτέ ο Φρέντυ δεν είχε νιώσει τόση παγωνιά. Όλα τα φύλλα έτρεμαν από το κρύο. Ήταν σκεπασμένα μ’ ένα στρώμα πάχνης, που γρήγορα έλιωσε κι απόμειναν μουσκεμένα και γεμάτα δροσοσταλίδες που λαμπύριζαν στον πρωινό ήλιο.
 
Και, πάλι, ήταν ο Ντάνιελ που τους εξήγησε ότι αυτό που ένιωσαν ήταν ο πρώτος παγετός, το σημάδι ότι ήταν κιόλας φθινόπωρο. Ότι ο χειμώνας δεν θ’ αργούσε να έρθει...
 
Την ίδια σχεδόν στιγμή, ολόκληρο το δέντρο, στην πραγματικότητα ολόκληρο το πάρκο, μεταμορφώθηκε σε μια πύρινη εικόνα. Δεν είχε απομείνει σχεδόν κανένα πράσινο φύλλο. Ο Άλφρεντ είχε πάρει ένα βαθύ κίτρινο χρώμα και ο Μπεν ένα έντονο πορτοκαλί. Η Κλαίρη είχε φορέσει το κόκκινο της φωτιάς, ο Ντάνιελ ένα βαθύ πορφυρό και ο Φρέντυ το κόκκινο, το χρυσαφί και το μπλε. Πόσο όμορφοι έδειχναν όλοι τους τώρα. Ο Φρέντυ και οι φίλοι του είχαν κάνει το δέντρο τους ένα ουράνιο τόξο. 

«Γιατί βρεθήκαμε ξαφνικά με διαφορετικά χρώματα, αφού είμαστε όλοι στο ίδιο δέντρο;» ρώτησε ο Φρέντυ. 

«Ο καθένας μας είναι διαφορετικός. Νιώσαμε διαφορετικά πράγματα, είχαμε διαφορετικές εμπειρίες. Αντικρίσαμε τον ήλιο διαφορετικά. Σχηματίζαμε και στέλναμε διαφορετικά τον ίσκιο μας. Γιατί να μην έχουμε διαφορετικά χρώματα;»
 
Όλα αυτά τα είπε με μεγάλη σοβαρότητα ο Ντάνιελ. Και απευθυνόμενος στον Φρέντυ πρόσθεσε: «Αυτή η θαυμάσια εποχή λέγεται φθινόπωρο».
 

Μια μέρα, ένα πολύ παράξενο πράγμα συνέβηκε. Η ίδια αύρα, το ίδιο αεράκι, που σε άλλη εποχή έκανε τα φύλλα να χορεύουν ανάλαφρα, τώρα τα φυσούσε δυνατά πάνω στο κοτσάνι τους και τα τράνταζε αγρεμένα. Μερικά φύλλα δεν άντεξαν το ανεμόδαρμα, κόπηκαν από τα κλαράκια τους και βρέθηκαν να πετούν ψηλά στον αέρα. Στο τέλος, έπεφταν μαλακά πάνω στη γη.

Όλα τα φύλλα φοβήθηκαν.
 
«Τι συμβαίνει;» ρωτούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.

«Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει το φθινόπωρο» τους εξήγησε ο Ντάνιελ.
 
«Είναι καιρός για τα φύλλα ν΄αλλάξουν κατοικία. Μερικοί άνθρωποι το αποκαλούν αυτό θάνατο».
 
«Θα πεθάνουμε όλοι;» ρώτησε ο Φρέντυ.
 
«Ναι!» αποκρίθηκε ο Ντάνιελ. «Όλα πεθαίνουν. Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλα ή πόσο μικρά είναι, πόσο αδύνατα ή δυνατά. Πρώτα επιλέγουμε το καθήκον μας. Ζούμε τον ήλιο και το φεγγάρι, τον άνεμο και την βροχή. Μαθαίνουμε να χορεύουμε και να γελάμε. Έπειτα πεθαίνουμε».
 
«Εγώ δεν θα πεθάνω!» είπε αποφασιστικά ο Φρέντυ. «Εσύ Ντάνιελ;».
 
«Ναι» απάντησε ο Ντάνιελ. «Όταν έρθει η ώρα μου».
 
«Πότε θα είναι αυτό;» ρώτησε ο Φρέντυ.
 
«Κανένας δεν είναι σίγουρος» αποκρίθηκε ο Ντάνιελ.
 
Εκείνο το απόγευμα, στο χρυσό φως του δειλινού, ο Ντάνιελ κόπηκε από το κλωνάρι του. Έπεσε χωρίς καμιά προσπάθεια. Καθώς έπεφτε, φαινόταν να χαμογελάει ειρηνικά. 

«Αντίο, προς το παρόν, Φρέντυ» είπε.
 
Τώρα ο Φρέντυ ήταν ολομόναχος, το μόνο φύλλο που είχε απομείνει στο κλαδί. Την άλλη μέρα το πρωί έπεσε το πρώτο χιόνι. Ήταν απαλό, άσπρο και ήρεμο. Το κρύο, όμως, ήταν τσουχτερό. Ελάχιστα φάνηκε ο ήλιος την ημέρα εκείνη, που ήταν πολύ σύντομη. Ο Φρέντυ διαπίστωσε ότι έχανε το χρώμα του κι ότι γινόταν εύθραυστος. Το κρύο ήταν αδιάκοπο και το χιόνι βάραινε ανυπόφορα επάνω του.
 
Τα χαράματα ο άνεμος πήρε τον Φρέντυ από το κλωνάρι του. Καθόλου δεν πόνεσε. Ένιωσε να πλέει ήρεμα, απαλά και αθόρυβα μέσα στο κενό, όλο προς τα κάτω.
 
Καθώς έπεφτε, είδε ολόκληρο το δέντρο για πρώτη φορά. Πόσο δυνατό και σταθερό ήταν! Ήταν σίγουρος ότι το δέντρο θα ζούσε για πολύ καιρό ακόμα. Κι ακόμα ήξερε, τώρα, ότι ο ίδιος ήταν ένα μέρος από τη ζωή του δέντρου. Η γνώση αυτή τον έκανε υπερήφανο.
 
Ο Φρέντυ έπεσε πάνω σ’ ένα σωρό από χιόνι. Κατά κάποιο τρόπο ένιωσε να είναι μαλακά, ακόμα και ζεστά. Σ’ αυτή τη νέα του θέση ήταν πιο άνετα από κάθε άλλη φορά. Έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε. Δεν ήξερε ότι ο ξερός και άχρηστος εαυτός του, όπως τον νόμιζε τώρα, θα γινόταν ένα με το νερό και θα χρησίμευε να γίνει το δέντρο πιο δυνατό. Πιο πολύ απ’ όλα, δεν ήξερε ότι εκεί, κοιμισμένα μέσα στο δέντρο και τη γη, υπήρχαν κιόλας σχέδια για να βγουν νέα φύλλα την Άνοιξη.
 
Ο Φρέντυ πρόσεξε ότι τ’ άλλα φύλλα συνέχισαν να πέφτουν. «Θα ήρθε η ώρα τους», σκέφτηκε. Είδε, μάλιστα, ότι μερικά φύλλα αντιστέκονταν για λίγο στις ριπές του ανέμου πριν πέσουν. Άλλα πάλι αφήνονταν να κοπούν απ’ το κλωνάρι τους με το πρώτο φύσημα του ανέμου κι έπεφταν απαλά στη γη. Γρήγορα το δέντρο έμεινε σχεδόν γυμνό.
 
«Φοβάμαι να πεθάνω» είπε ο Φρέντυ στον Ντάνιελ. «Δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί κάτω!».
 
«Όλοι φοβόμαστε αυτό που δεν ξέρουμε, Φρέντυ. Είναι φυσικό» τον διαβεβαίωσε ο Ντάνιελ. «Δεν φοβόσουν, όμως, όταν η άνοιξη έγινε καλοκαίρι. Δεν φοβόσουν όταν το καλοκαίρι έγινε φθινόπωρο. Ήταν φυσικές οι αλλαγές. Γιατί πρέπει να φοβάσαι την εποχή του θανάτου;».
 
«Πεθαίνει, ακόμα, και το δέντρο;» ρώτησε ο Φρέντυ.
 
«Κάποια μέρα. Υπάρχει, όμως, κάτι πιο δυνατό από το δέντρο. Είναι η ζωή που διαρκεί για πάντα. Όλοι εμείς είμαστε μέρος της ζωής».
 
«Πού θα πάμε όταν πεθάνουμε;».
 
«Κανένας δεν ξέρει με βεβαιότητα. Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο!».
 
«Θα γυρίσουμε πίσω την άνοιξη;».
 
«Εμείς, ίσως όχι. Η ζωή, όμως, ναι».
 
«Τότε ποιος ήταν ο λόγος για όλα αυτά;» συνέχισε να ρωτά ο Φρέντυ. «Τι χρειαζόταν να βρεθούμε εδώ, αφού ήταν να πέσουμε και να πεθάνουμε;».
 
Ο Ντάνιελ απάντησε με το σίγουρο ύφος του: «Ο λόγος ήταν για τον ήλιο και το φεγγάρι. Ήταν για τις ωραίες στιγμές που περάσαμε μαζί. Ήταν για τον ίσκιο, για τους γέρους και τα παιδιά. Ήταν για τα χρώματα του φθινοπώρου. Ήταν για τις εποχές. Δεν είναι όλα αυτά αρκετά;».

LEO BUSCAGLIA

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ:



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...